μηλώσιος

μηλώσιος
μηλώσιος, ὁ (Α)
προσωνυμία τού Διός ως προστάτη τών προβάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηλωτή (Ι) «δέρμα προβάτου» (με συριστικοποίηση τού -τ- πριν από -ι-), προσωνυμία τού Διός, που φορούσε προβιά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μηλώσιος — μήλωσις probing fem gen sg (epic doric ionic aeolic) μηλώσιος guardian of sheep masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”